απορρίψιμος

απορρίψιμος
η , ο [ος , ον ] см. απορριπτέος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απορρίψιμος" в других словарях:

  • απορρίψιμος — η, ο (Α ἀπορρίψιμος, ον) αυτός που μπορεί ή πρέπει να απορριφθεί …   Dictionary of Greek

  • απορρίψιμος — η, ο αυτός που πρέπει να απορριφτεί: Ο μαθητής αυτός αναμφισβήτητα είναι απορρίψιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορρίψιμον — ἀπορρίψιμος that should be thrown away masc/fem acc sg ἀπορρίψιμος that should be thrown away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»